- δίαυλος
- (I)ο (ΑΝ)1. στενή δίοδος, στενωπός, στενό2. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, πορθμός, μπουγάζι«οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις» (Ευρ. Τρωάδ.)νεοελλ.ναυτ. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε πεδία ναρκώναρχ.1. αγώνισμα δρόμου διπλού σταδίου αντίστοιχο προς τον δρόμο 400 μέτρων2. αγώνισμα δρόμου εφίππων3. (για κύματα) άμπωτις και πλήμμυρα, ύψωση και πτώση τών κυμάτων4. στον πληθ. α) διπλός αυλόςβ) ρουθούνια5. περίπατος (Προκόπιος)6. φρ. α) επανέρχομαι, επιστρέφω («κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν», Αισχύλ. Αγ.)β) «δίαυλος τού βίου» ή απλώς δίαυλοςπερίοδος τής ζωής («τὸν γὰρ ὕστατον τρέχων δίαυλον τοῡ βίου ζῆν βούλομαι», Άλεξις).————————(II)-ο (Α -ος -ον)αυτός που έχει δύο αυλούς, σωλήνες.
Dictionary of Greek. 2013.